- παγαρχία
- πᾱγαρχ-ία, ἡ,A district under a π., Just.Edict.13.25, etc.; office of π., POxy.2110.4 (pl., iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παγαρχία — παγαρχία, ἡ (Α) [παγάρχης] 1. διοικητικό διαμέρισμα, περιφέρεια την οποία διοικούσε ο παγάρχης 2. η εξουσία, το αξίωμα τού παγάρχου … Dictionary of Greek
παγαρχίας — παγαρχίᾱς , παγαρχία district under a fem acc pl παγαρχίᾱς , παγαρχία district under a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)